- κουτσοπόδης
- -α, -ικοκουτσός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* + -πόδης (< πόδι), πρβλ. κοντο-πόδης, μακρο-πόδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτσοπόδης, -α, -ικο — κουτσός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσοποδίζω — [κουτσοπόδης] τραυματίζω κάποιον στα πόδια, κουτσαίνω κάποιον … Dictionary of Greek
κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… … Dictionary of Greek
κοψοπόδης — α, ικο κουτσοπόδης, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + πόδης (< πόδι), πρβλ. μακρο πόδης, στραβο πόδης] … Dictionary of Greek
κουτσός — ή, ό επίρρ. ά 1. κουτσοπόδης, κουτσός: Είναι κουτσός από τον ανταρτοπόλεμο. 2. το ουδ. κουτσό, ως ουσ. σημαίνει είδος παιχνιδιού. 3. η παροιμία «ο κουτσός με το να πόδι δίνει μια και πάει στην πόλη» δηλώνει ότι συχνά αυτοί που θεωρούνται ανίκανοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)